ἀσφαλίζεται

ἀσφαλίζεται
ἀσφαλίζομαι
pres ind mp 3rd sg
ἀσφαλίζω
fortify
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • ασφαλιστικός — ή, ό 1. αυτός με τον οποίο ασφαλίζεται κανείς, αυτός που μπορεί να προφυλάξει κάποιον από τον κίνδυνο ή να προλάβει μία βλάβη ή ένα ατύχημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ασφάλεια ζωής ή περιουσίας 3. «ασφαλιστικές διατάξεις» οι διατάξεις… …   Dictionary of Greek

  • εφτασφράγιστος — η, ο 1. πολύ καλά σφραγισμένος 2. μτφ. αυτός που κρύβεται, που ασφαλίζεται καλά («εφτασφράγιστο μυστικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + σφραγίζω] …   Dictionary of Greek

  • καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… …   Dictionary of Greek

  • κλειδωτός — ή, ό [κλειδώνω] 1. αυτός που έχει κλειδωθεί, ο κλειδωμένος 2. αυτός που κλειδώνεται, που ασφαλίζεται με κλειδί 3. αυτός που συνδέεται, που συνάπτεται με πόρπη, θηλυκωτός …   Dictionary of Greek

  • πρωτασφαλιστής — ο, Ν ο ασφαλιστής στον οποίο κάνει κανείς την πρώτη του ασφάλεια ή ασφαλίζεται για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ασφαλιστής] …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”